θηλαζούσας

θηλαζούσας
θηλαζούσᾱς , θηλάζω
suckle
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
θηλαζούσᾱς , θηλάζω
suckle
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κόπτες — Οι πρώτοι μονοφυσίτες χριστιανοί της Αιγύπτου και οι διάδοχοί τους, οι οποίοι σήμερα αριθμούν περίπου 7.000.000 και αποτελούν, από ανθρωπολογική άποψη, τους πιο καθαρούς εκπροσώπους του αρχαίου αιγυπτιακού λαού. Η ονομασία Κ. αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”